- ανεξοικείωτος
- -η, -οεκείνος που δεν έχει εξοικειωθεί, δεν έχει συνηθίσει σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοικειώ, -ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αθανάσιο Ευταξία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξοικείωτος, -η — ο αυτός που δεν εξοικειώθηκε ή δεν μπορεί να εξοικειωθεί, να συνηθίσει με κάτι: Είναι ανεξοικείωτος ακόμη με το καινούριο περιβάλλον του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)